παροπλίζω

παροπλίζω
παροπλ-ίζω, [tense] pf.
A

-ώπλικα D.S.4.10

:—disarm, Plb.2.7.10, etc. :— [voice] Med., [ per.] 2sg. [dialect] Ep. [tense] aor.

-οπλίσσαιο Numen.

ap. Ath.7.306c :—[voice] Pass., Plu. Cat.Mi.68.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παροπλίζω — παροπλίζω, παρόπλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παροπλίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού 2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν τού αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και… …   Dictionary of Greek

  • παροπλίζω — παρόπλισα, παροπλίστηκα, παροπλισμένος 1. αφοπλίζω, αφαιρώ τα όπλα. 2. (ναυτ.), ξαρματώνω πλοίο, παίρνω πλοίο από την ενεργό δράση: Πολλά επιβατικά πλοία είναι παροπλισμένα αρματαγωγά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροπλισθῆναι — παροπλίζω disarm aor inf pass παροπλίζω disarm aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροπλισθέντες — παροπλίζω disarm aor part pass masc nom/voc pl παροπλίζω disarm aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροπλίζεται — παροπλίζω disarm pres ind mp 3rd sg παροπλίζω disarm pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροπλίζομαι — παροπλίζω disarm pres ind mp 1st sg παροπλίζω disarm pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροπλίσαντας — παροπλίζω disarm aor part act masc acc pl παροπλίζω disarm aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροπλίσσαιο — παροπλίζω disarm aor opt mid 2nd sg (epic) παροπλίζω disarm aor opt mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωπλικέναι — παροπλίζω disarm perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωπλισμένοι — παροπλίζω disarm perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”